Knesset plenum - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Knesset plenum - translation to ισπανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Plenum (mechanical); Plenum spaces; Plenum (disambiguation)

Knesset plenum      
Asamblea plenaria de la Kneset, parlamento israelí
plenum         
pleno
espacio lleno
Knesset Speaker         
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 103x103px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
  • 75px
Speaker of the Knesset; Knesset speaker; Chairman of the Knesset
el Presidente de la Kneset

Ορισμός

plenum
['pli:n?m]
¦ noun
1. an assembly of all the members of a group or committee.
2. Physics a space completely filled with matter, or the whole of space so regarded.
Origin
C17: from L., lit. 'full space', neut. of plenus 'full'.

Βικιπαίδεια

Plenum

Plenum may refer to:

  • Plenum chamber, a chamber intended to contain air, gas, or liquid at positive pressure
  • Plenism, or Horror vacui (physics) the concept that "nature abhors a vacuum"
  • Plenum (meeting), a meeting of a deliberative assembly in which all members are present; contrast with quorum
  • Plenum space, enclosed spaces (in buildings) used for airflow
  • Plenum cable, electrical wire permitted in plenum spaces per building codes
  • Plenum Publishing Corporation, a publisher of scientific books and journals
  • Plenum (physics), a space completely filled with matter
  • Undergravel filters, in aquarium filtration, an open space under a layer of gravel or sand
  • Air-mixing plenum, a place where ducts meet
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Knesset plenum
1. Sharon observed the discussion in the Knesset plenum.
2. The Knesset plenum will vote on a first reading of the two bills authored by Friedmann.
3. Following yesterday‘s ceremony, the Knesset plenum convened for a special memorial meeting.
4. Can this coalition survive when it is constantly embarrassed in the Knesset plenum?
5. Simchon told the Knesset plenum there was no justification to charging agreement fees.